- εξάφωτος
- -η, -ο (Μ ἑξάφωτος, -ον)αυτός που έχει έξι φώτα («ἡ ἑξάφωτος λυχνία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + φως, φωτός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξάφωτος — η, ο 1. που έχει έξι φώτα. 2. το ουδ. ως ουσ., εξάφωτο φωτιστικό σύνολο (πολύφωτο) με έξι φώτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek